lemma$500779$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lemma$500779$ - translation to Αγγλικά

Lindelof lemma; Lindelöf lemma; Lindelof's lemma; Lindeloef lemma; Lindeloef's lemma

lemma      
n. Lemma (matematica), teorema solitamente di importanza secondaria che si premette alla dimostrazione di un altro; vocabolo in un dizionario stampato in gessetto e posto all"inizio della definizione

Ορισμός

lemma
lemma1 ['l?m?]
¦ noun (plural lemmas or lemmata -m?t?)
1. a subsidiary or intermediate theorem in an argument or proof.
2. a heading indicating the subject of a literary composition.
a word or phrase defined in a dictionary or entered in a word list.
Derivatives
lemmatize or lemmatise verb
Origin
C16: via L. from Gk lemma 'something assumed'.
--------
lemma2 ['l?m?]
¦ noun (plural lemmas or lemmata -m?t?) Botany the lower bract of the floret of a grass. Compare with palea.
Origin
C18 (denoting the husk or shell of a fruit): from Gk, from lepein 'to peel'.

Βικιπαίδεια

Lindelöf's lemma

In mathematics, Lindelöf's lemma is a simple but useful lemma in topology on the real line, named for the Finnish mathematician Ernst Leonard Lindelöf.